θαλάσσιοι

θαλάσσιοι
θαλάσσιος
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βραχιονόποδα — Θαλάσσιοι οργανισμοί με δίθυρο όστρακο, που ζουν μόνιμα στον βυθό. Κάποτε τους θεωρούσαν ομοταξία των μαλακιοειδών, σήμερα όμως ταξινομούνται ως ιδιαίτερο φύλο. Στο παρελθόν γινόταν σύγχυση ανάμεσα στα β. και τα ακέφαλα μαλάκια (ελασματοβράγχια)… …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδια — Τάξη υδροζώων· θαλάσσιοι οργανισμοί με ασκοειδές μαλακό σώμα. Έχουν μία μόνο οπή, στο πάνω μέρος του σώματός τους, που περιβάλλεται από στεφάνη με πλοκάμια, τα οποία καθώς κινούνται προκαλούν μικρές δίνες και παρασύρουν έτσι προς το στόμα των α.… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιοσκώληκες — Φύλο σκωληκομόρφων ζώων με κυλινδρικό σχήμα. Το σώμα τους εμφανίζει μεταμερική δομή, αποτελείται δηλαδή από πολλά δακτυλιοειδή τμήματα (ή μεταμερίδια), σε καθένα από τα οποία υπάρχει μια εσωτερική κοιλότητα που καθεμία περιέχει τα ίδια όργανα. Σε …   Dictionary of Greek

  • Ραγούζας καταστατικοί χάρτες — Μεσαιωνικό φεουδαρχικό θέσπισμα της πόλης Ραγούζα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) στη Δαλματία. Στους χάρτες αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι χάρτες του 1335, του 1357 κ.ά. Ωστόσο, ως κ.χ.Ρ. θεωρούνται οι χάρτες του 1272, οι οποίοι έγιναν με πρωτοβουλία της… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

  • Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… …   Dictionary of Greek

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • ιππόκαμπος — I (Ιατρ.).Δομή στον εγκέφαλο, που βρίσκεται στο έδαφος των κατώτερων κεράτων των πλαγίων κοιλιών του και πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη μνήμη. II (Ζωολ.). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των συγγναθιδών. Στη Μεσόγειο ζουν δύο είδη, όμοια μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”